LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stopping point
/stˈɒpɪŋ pˈɔɪnt/
/stˈɑːpɪŋ pˈɔɪnt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "stopping point"
Stopping point
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the temporal end; the concluding time
word family
stopping point
stopping point
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stopping down
stopping
stoppered
stopper knot
stopper
stopping train
stopple
stops
stopwatch
storage
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App