LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stockpiling
/stˈɒkpaɪlɪŋ/
/ˈstɑkˌpaɪɫɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "stockpiling"
Stockpiling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
accumulating and storing a reserve supply
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App