LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stickle
/stˈɪkəl/
/ˈstɪkəɫ/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "stickle"
to stickle
ΡΉΜΑ
01
dispute or argue stubbornly (especially minor points)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sticking point
sticking plaster
stickiness
stickily
sticker
stickleback
stickler
stickpin
sticks and stone
sticks and stones may break my bones
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App