Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stein
01
stein, πήλινο κύπελλο μπύρας
a type of beer mug, traditionally made of stoneware or earthenware, featuring a hinged lid and a handle
02
στάιν, πειραματικός εξόριστος συγγραφέας των ΗΠΑ (1874-1946)
experimental expatriate United States writer (1874-1946)



























