Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
steam-powered
01
ατμοκίνητος, που λειτουργεί με ατμό
working by using the force of steam made from boiling water
Παραδείγματα
A steam-powered ship crossed the sea.
Ένα πλοίο με ατμό διέσχισε τη θάλασσα.
The steam-powered engine changed travel in the past.
Ο ατμοκίνητος κινητήρας άλλαξε τα ταξίδια στο παρελθόν.



























