Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Standing order
01
μόνιμη εντολή, μόνιμη διαταγή
a permanent instruction or procedure that remains in effect until it is altered or terminated
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μόνιμη εντολή, μόνιμη διαταγή