LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spearmint oil
/spˈiəmɪnt ˈɔɪl/
/spˈɪɹmɪnt ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "spearmint oil"
Spearmint oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an aromatic oil obtained from the spearmint plant
word family
spearmint oil
spearmint oil
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spearmint
spearhead-shaped
spearhead
spearfishing
spearfish
spearnose bat
spearpoint
spec
special
special act
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App