Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to speak up
[phrase form: speak]
01
εκφράζομαι, μιλάω ανοιχτά
to express thoughts freely and confidently
Intransitive
Παραδείγματα
Employees need to speak up if they witness unethical behavior.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να εκφραστούν αν γίνουν μάρτυρες ανήθικης συμπεριφοράς.
Students should feel empowered to speak up against bullying.
Οι μαθητές θα πρέπει να αισθάνονται ενδυναμωμένοι να εκφραστούν εναντίον του εκφοβισμού.
02
μιλά πιο δυνατά, υψώνω τη φωνή μου
to speak in a louder voice
Intransitive
Παραδείγματα
Even in a crowded room, he managed to speak up and be heard.
Ακόμα και σε ένα γεμάτο δωμάτιο, κατάφερε να μιλήσει δυνατά και να ακουστεί.
The teacher advised the shy student to speak up in a loud and clear voice.
Ο δάσκαλος συμβούλευσε τον ντροπαλό μαθητή να μιλήσει δυνατά με δυνατή και καθαρή φωνή.



























