Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spare tire
01
εφεδρική ρόδα, εφεδρικό ελαστικό
an extra tire kept in a vehicle for use in case one of the main tires becomes flat or damaged
Παραδείγματα
He pulled over to change the flat tire with the spare tire from the trunk.
Σταμάτησε για να αλλάξει το σκασμένο λάστιχο με το εφεδρικό λάστιχο από το πορτμπαγκάζ.
The rental car came equipped with a compact spare tire for emergencies.
Το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο ήταν εξοπλισμένο με ένα συμπαγές ρεζέρβα για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
02
εφεδρικό ελαστικό, παραπανίσιο λίπος
a large excess of fat in the middle part of someone's body



























