LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sour salt
/sˈaʊə sˈɒlt/
/sˈaɪʊɹ sˈɑːlt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sour salt"
Sour salt
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
crystals of citric acid used as seasoning
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sour orange
sour milk
sour mash whiskey
sour mash
sour gum
sour-gum family
sour-tasting
sourball
source
source book
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App