Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sorceress
01
μάγισσα, γόησσα
a fictional woman who has magic powers
Παραδείγματα
The sorceress cast a powerful spell to protect the village from harm.
Η μάγισσα έριξε ένα ισχυρό ξόρκι για να προστατεύσει το χωριό από το κακό.
The young hero sought out the sorceress to gain wisdom about his quest.
Ο νεαρός ήρωας αναζήτησε την μάγισσα για να αποκτήσει σοφία σχετικά με την αποστολή του.



























