Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Solar panel
01
ηλιακό πάνελ, φωτοβολταϊκό πάνελ
a piece of equipment, usually placed on a roof, that absorbs the energy of sun and uses it to produce electricity or heat
Παραδείγματα
The house was equipped with solar panels to reduce energy costs.
Το σπίτι ήταν εξοπλισμένο με ηλιακούς συλλέκτες για τη μείωση του κόστους ενέργειας.
They decided to invest in solar panels to cut down on their electricity bill.
Αποφάσισαν να επενδύσουν σε ηλιακούς συλλέκτες για να μειώσουν τον λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος.



























