LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Soft wheat
/sˈɒft wˈiːt/
/sˈɔft wˈiːt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "soft wheat"
Soft wheat
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
wheat with soft starch kernels used in pastry and breakfast cereals
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
soft water
soft toy
soft touch
soft tissue sarcoma
soft tick
soft-boiled
soft-cast steel
soft-coated wheaten terrier
soft-cover
soft-cover book
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App