Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Socket wrench
01
κλειδί δοχείου, κλειδί τριβελίσματος
a hand tool with a ratcheting mechanism and interchangeable sockets, used for tightening or loosening nuts and bolts with greater precision and ease
Παραδείγματα
He used a socket wrench to tighten the bolt on the car engine.
Χρησιμοποίησε ένα κλειδί με υποδοχή για να σφίξει το μπουλόνι στον κινητήρα του αυτοκινήτου.
I need a bigger socket wrench to fit these larger bolts.
Χρειάζομαι ένα μεγαλύτερο κλειδί με υποδοχή για να ταιριάζει σε αυτά τα μεγαλύτερα μπουλόνια.



























