LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Social control
/sˈəʊʃəl kəntɹˈəʊl/
/sˈoʊʃəl kəntɹˈoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "social control"
Social control
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
control exerted (actively or passively) by group action
word family
social control
social control
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
social contract
social conscience
social club
social climber
social class
social dance
social dancer
social dancing
social democracy
social development commission
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App