LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Small stuff
/smˈɔːl stˈʌf/
/smˈɔːl stˈʌf/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "small stuff"
Small stuff
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any light rope used on shipboard
word family
small stuff
small stuff
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
small stores
small stellated dodecahedron
small slam
small ship
small saphenous vein
small talk
small town
small voice
small white
small white aster
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App