LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Small-cap
/smˈɔːlkˈap/
/smˈɔːlkˈæp/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "small-cap"
small-cap
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of stocks of companies with a market capitalization of less than one billion dollars
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
small-arm
small white aster
small white
small voice
small town
small-capitalisation
small-capitalization
small-eared
small-fruited
small-grained
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App