Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
slip-joint pliers
/slˈɪpdʒˈɔɪnt plˈaɪɚz/
/slˈɪpdʒˈɔɪnt plˈaɪəz/
Slip-joint pliers
01
τσιμπίδα ολισθηρής άρθρωσης, προσαρμοζόμενη τσιμπίδα
adjustable pliers with a sliding joint that allows for different jaw openings
Παραδείγματα
I used the slip-joint pliers to tighten the nut on the pipe.
Χρησιμοποίησα τα ολισθηρά τανάλια για να σφίξω το παξιμάδι στον σωλήνα.
The slip-joint pliers helped me grip the round metal rod without slipping.
Οι πένσες ολισθητής άρθρωσης με βοήθησαν να πιάσω το στρογγυλό μεταλλικό ράβδο χωρίς να γλιστρήσει.



























