LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Skin eruption
/skˈɪn ɪɹˈʌpʃən/
/skˈɪn ɪɹˈʌpʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "skin eruption"
Skin eruption
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
eruption on the skin occurring as a symptom of a disease
word family
skin eruption
skin eruption
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
skin effect
skin doctor
skin diving
skin disorder
skin disease
skin flick
skin graft
skin in the game
skin over
skin patch
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App