LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Aching
/ˈeɪkɪŋ/
/ˈeɪkɪŋ/
Adjective (1)
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "aching"
aching
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
οδυνηρός
causing a dull and steady pain
achy
Aching
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
οδυνηρός
a dull persistent (usually moderately intense) pain
ache
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App