Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shoe shop
01
κατάστημα παπουτσιών, παπουτσάδικο
a store that sells shoes of various styles and sizes to customers
Παραδείγματα
She went to the shoe shop to buy new boots.
Πήγε στο κατάστημα παπουτσιών για να αγοράσει νέα μπότες.
The shoe shop had a wide range of sneakers on display.
Το κατάστημα παπουτσιών είχε μια ευρεία γκάμα αθλητικών παπουτσιών σε έκθεση.



























