Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to bear up
[phrase form: bear]
01
αντέχω, αντιμετωπίζω με θετική στάση
to face challenges with a positive attitude
Παραδείγματα
It 's crucial to bear up positively in the pursuit of personal goals.
Είναι κρίσιμο να αντέχεις θετικά στην προσπάθεια για προσωπικούς στόχους.
We should bear up collectively during challenging projects.
Πρέπει να αντέχουμε συλλογικά κατά τη διάρκεια δύσκολων έργων.



























