Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sense of hearing
/sˈɛns ʌv hˈɪɹɪŋ/
/sˈɛns ɒv hˈiəɹɪŋ/
Sense of hearing
01
αίσθηση της ακοής, ακουστική ικανότητα
the ability to hear; the auditory faculty
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αίσθηση της ακοής, ακουστική ικανότητα