LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Self-sustained
/sˈɛlfsəstˈeɪnd/
/sˈɛlfsəstˈeɪnd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "self-sustained"
self-sustained
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
needing no outside support
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
self-supporting
self-suggestion
self-sufficing
self-sufficient
self-sufficiency
self-sustaining
self-tapping screw
self-taught art
self-torment
self-torture
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App