LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Secondary hypertension
/sˈɛkəndəɹi hˈaɪpətənʃən/
/sˈɛkəndɚɹi hˈaɪpɚtənʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "secondary hypertension"
Secondary hypertension
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
hypertension that is secondary to another disease
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
secondary emission
secondary education
secondary dysmenorrhea
secondary diagonal
secondary dentition
secondary modern school
secondary rib
secondary school
secondary sex character
secondary sex characteristic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App