Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
secondarily
01
δευτερευόντως, με δευτερεύοντα τρόπο
in a manner that is of less importance or priority compared to other things
Παραδείγματα
The project focused primarily on innovation, with cost efficiency considered secondarily.
Το έργο επικεντρώθηκε κυρίως στην καινοτομία, με την αποδοτικότητα του κόστους να θεωρείται δευτερεύοντα.
Her decision to accept the job offer was influenced primarily by career growth, with salary benefits considered secondarily.
Η απόφασή της να δεχτεί την προσφορά εργασίας επηρεάστηκε κυρίως από την επαγγελματική ανάπτυξη, με τα οφέλη μισθού να λαμβάνονται υπόψη δευτερευόντως.
Λεξικό Δέντρο
secondarily
secondary
second



























