Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Scriptwriter
01
σεναριογράφος, συγγραφέας σεναρίου
someone whose job is to write the story of a movie, play, TV show, etc.
Παραδείγματα
The scriptwriter spent months developing the movie ’s dialogue.
Ο σεναριογράφος πέρασε μήνες αναπτύσσοντας τους διαλόγους της ταινίας.
A skilled scriptwriter knows how to create compelling characters.
Ένας επιδέξιος σεναριογράφος ξέρει πώς να δημιουργεί συναρπαστικούς χαρακτήρες.
Λεξικό Δέντρο
scriptwriter
script
writer



























