LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Scots pine
/skˈɒts pˈaɪn/
/skˈɑːts pˈaɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "scots pine"
Scots pine
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
medium large two-needled pine of northern Europe and Asia having flaking red-brown bark
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
scots heather
scots gaelic
scots english
scots
scotopic vision
scotsman
scotswoman
scottish
scottish blackface
scottish deerhound
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App