LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Salt merchant
/sˈɒlt mˈɜːtʃənt/
/sˈɑːlt mˈɜːtʃənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "salt merchant"
Salt merchant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who makes or deals in salt
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
salt marsh
salt lick
salt ii
salt i
salt flat
salt mine
salt of the earth
salt plain
salt pork
salt reed grass
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App