LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sabbatical leave
/sɐbˈatɪkəl lˈiːv/
/sɐbˈæɾɪkəl lˈiːv/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sabbatical leave"
Sabbatical leave
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a leave usually taken every seventh year
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sabbatical
sabbatic
sabbatia campestris
sabbatia
sabbath school
sabbatical year
sabbatum
sabellian
saber
saber rattling
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App