LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Rough-hew
/ɹˈʌfhjˈuː/
/ɹˈʌfhjˈuː/
rough-hewn
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "rough-hew"
to rough-hew
ΡΉΜΑ
01
hew roughly, without finishing the surface
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
rough-haired
rough-dry
rough-cut
rough-and-tumble
rough water
rough-house
rough-leaved aster
rough-legged hawk
rough-sand
rough-skinned newt
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App