LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Retail merchant
/ɹˈiːteɪl mˈɜːtʃənt/
/ɹˈiːteɪl mˈɜːtʃənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "retail merchant"
Retail merchant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a merchant who sells goods at retail
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
retail loss prevention
retail chain
retail apocalypse
retail analytics
retail
retail price index
retail store
retail therapy
retailer
retailing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App