LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Residual soil
/ɹɪsˈɪdʒuːəl sˈɔɪl/
/ɹɪsˈɪdʒuːəl sˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "residual soil"
Residual soil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the soil that is remaining after the soluble elements have been dissolved
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
residual oil
residual clay
residual
residentially
residential tower
residuary
residue
residuum
resift
resign
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App