Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
barred
01
ριγωτός, διαγραμμισμένος
marked with stripes or bands
02
απαγορευμένος, μπλοκαρισμένος
preventing entry or exit or a course of action
Λεξικό Δέντρο
unbarred
barred
bar
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ριγωτός, διαγραμμισμένος
απαγορευμένος, μπλοκαρισμένος
Λεξικό Δέντρο