LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Reinforcer
/ɹˌiːɪnfˈɔːsə/
/ɹˌiːɪnfˈɔːɹsɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "reinforcer"
Reinforcer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(psychology) a stimulus that strengthens or weakens the behavior that produced it
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
reinforcement
reinforced concrete
reinforced
reinforce
reindeer moss
reinforcing stimulus
reinhold niebuhr
reinstall
reinstate
reinstatement
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App