Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rampant
Παραδείγματα
Crime was rampant in the city after the blackout.
Το έγκλημα ήταν ακράτητο στην πόλη μετά το μπλακάουτ.
Corruption became rampant within the collapsing regime.
Η διαφθορά έγινεαπλεονέκτημαστο κατεβαίνον καθεστώς.
02
ακράτητος, εξαπλωμένος
(of a plant) growing vigorously and uncontrollably, often overtaking surrounding areas
Παραδείγματα
Ivy grew rampant across the old stone wall.
Το κισσός αναπτύχθηκε αναρίθμητα στον παλιό πέτρινο τοίχο.
The garden was overtaken by rampant weeds.
Ο κήπος κατακτήθηκε από αναρίθμητα ζιζάνια.
03
ράμπαντ, εραλδικό ράμπαντ
(of a creature, typically a lion) standing on its left hind leg with forelegs raised and head in profile
Παραδείγματα
The family crest featured a lion rampant in gold.
Το οικόσημο της οικογένειας είχε έναν χρυσό λιοντάρι rampant.
A unicorn rampant adorned the royal banner.
Ένας μονόκερως σε στάση rampant στολίζει το βασιλικό λάβαρο.
Λεξικό Δέντρο
rampantly
rampant
ramp



























