Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Quadruped
01
τετράποδο, ζώο με τέσσερα πόδια
an animal with four legs, such as dogs, cats, horses, and cows
quadruped
01
τετράποδο, με τέσσερα πόδια
(of animals) having four legs or feet
Παραδείγματα
A quadruped skeleton is different from a biped one in structure and balance.
Ένας τετράποδος σκελετός διαφέρει από έναν δίποδο σε δομή και ισορροπία.
The quadruped structure of the animal helped it run fast across the plains.
Η τετράποδη δομή του ζώου το βοήθησε να τρέχει γρήγορα στις πεδιάδες.
Λεξικό Δέντρο
quadrupedal
quadruped



























