Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pyrrhic
01
πυρρίχιος χορός, πυρρίχιος
an ancient Greek war dance involving leaping movements, often performed with weapons
Παραδείγματα
The warriors performed the pyrrhic before battle.
Οι πολεμιστές εκτέλεσαν την πυρρίχιο πριν από τη μάχη.
Ancient Greeks used the pyrrhic as both dance and training.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την πυρρίχιο τόσο ως χορό όσο και ως προπόνηση.
02
πυρρίχιος, μετρική μονάδα με άτονες-άτονες συλλαβές
a metrical unit with unstressed-unstressed syllables
pyrrhic
01
πυρρικός, σχετικός με τον Πύρρο ή τα κατορθώματά του
of or relating to or resembling Pyrrhus or his exploits (especially his sustaining staggering losses in order to defeat the Romans)
02
πυρρίχιος, σχετικός με ένα μετρικό πόδι δύο άτονων συλλαβών
of or relating to or containing a metrical foot of two unstressed syllables
03
πυρρίχιος, σχετικός με τον πολεμικό χορό της αρχαίας Ελλάδας
of or relating to a war dance of ancient Greece
Λεξικό Δέντρο
pyrrhic
pyrrh



























