Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to bang out
01
παίζω δυνατά, εκτελώ με ενέργεια
to play or perform something loudly, energetically, or enthusiastically
Παραδείγματα
The drummer banged out a powerful rhythm that drove the entire band forward.
Ο ντράμερ έπαιξε δυνατά έναν ισχυρό ρυθμό που οδήγησε όλο το συγκρότημα μπροστά.
She bangs out a catchy melody on the piano, capturing the attention of everyone in the room.
Εκείνη παίζει μια ελκυστική μελωδία στο πιάνο, τραβώντας την προσοχή όλων στο δωμάτιο.



























