Pulsing
volume
British pronunciation/pˈʌlsɪŋ/
American pronunciation/ˈpəɫsɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "pulsing"

01

(electronics) a sharp transient wave in the normal electrical state (or a series of such transients)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store