LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Public utility
/pˈʌblɪk juːtˈɪlɪti/
/pˈʌblɪk juːtˈɪlɪɾi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "public utility"
Public utility
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a company that performs a public service; subject to government regulation
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
public trust
public treasury
public transportation
public transport
public transit
public utility company
public violence
public works
public-private partnership
public-relations campaign
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App