LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Public office
/pˈʌblɪk ˈɒfɪs/
/pˈʌblɪk ˈɑːfɪs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "public office"
Public office
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a position concerning the people as a whole
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
public nuisance
public nudity
public mover
public money
public library
public opinion
public opinion poll
public presentation
public press
public property
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App