LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Public exposure
/pˈʌblɪk ɛkspˈəʊʒə/
/pˈʌblɪk ɛkspˈoʊʒɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "public exposure"
Public exposure
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the opening of a subject to widespread discussion and debate
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
public executioner
public education
public easement
public domain
public display of affection
public eye
public figure
public holiday
public housing
public image
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App