Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
public convenience
/pˈʌblɪk kənvˈiːnɪəns/
/pˈʌblɪk kənvˈiːnɪəns/
Public convenience
01
δημόσια τουαλέτα, κοινόχρηστη τουαλέτα
a building with toilets that anyone can use
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δημόσια τουαλέτα, κοινόχρηστη τουαλέτα