LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Public assistance
/pˈʌblɪk ɐsˈɪstəns/
/pˈʌblɪk ɐsˈɪstəns/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "public assistance"
Public assistance
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
governmental provision of economic assistance to persons in need
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
public art
public address system
public access
public
pubis
public charity
public convenience
public debate
public debt
public defender
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App