Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Prowl car
01
περιπολικό αυτοκίνητο, οχήμα αστυνομικής επιτήρησης
a police vehicle used for patrolling areas, typically driven slowly or parked in strategic locations to monitor for criminal activity
Παραδείγματα
The prowl car circled the block several times during the night.
Το περιπολικό περιέφερε το τετράγωνο αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Officers in the prowl car watched for any suspicious behavior in the alley.
Οι αξιωματικοί στο περιπολικό παρακολουθούσαν για ύποπτη συμπεριφορά στο σοκάκι.



























