Propulsive
volume
British pronunciation/pɹəpˈʌlsɪv/
American pronunciation/pɹəpˈʌlsɪv/

Ορισμός και Σημασία του "propulsive"

propulsive
01

having the power to propel

02

tending to or capable of propelling

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store