LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Private property
/pɹˈaɪvət pɹˈɒpəti/
/pɹˈaɪvət pɹˈɑːpɚɾi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "private property"
Private property
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
movable property (as distinguished from real estate)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
private practice
private parts
private nuisance
private medicine
private line
private road
private school
private sector
private security force
private treaty
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App