Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prescient
01
προφητικός, οξυδερκής
knowing or predicting events before they even take place
Λεξικό Δέντρο
presciently
prescient
presci
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προφητικός, οξυδερκής
Λεξικό Δέντρο