Practiced
volume
British pronunciation/pɹˈæktɪst/
American pronunciation/ˈpɹæktəst/, /ˈpɹæktɪst/

Ορισμός και Σημασία του "practiced"

01

having or showing knowledge and skill and aptitude

practiced definition and meaning
02

skillful after much practice

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store